- υπέρμαχος
- ο , η поборник, защитник (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὑπέρμαχος — champion masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέρμαχος — η, ο / ὑπέρμαχος, ον, ΝΜΑ πρόμαχος, υπερασπιστής («τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», Ακολουθ. Ακαθ. Ύμνου Κοντάκ.) νεοελλ. συνεκδ. ένθερμος οπαδός, αγωνιστής, μαχητής («υπέρμαχος τής ισοτιμίας τών εθνών») μσν. φίλερις*, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
υπέρμαχος — η, ο 1. πρόμαχος, υπερασπιστής, προστάτης: Πολέμησαν οι υπέρμαχοι της ελευθερίας. 2. πιστός οπαδός, ενθουσιώδης θαυμαστής: Οι υπέρμαχοι της πολιτικής αλλαγής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπέρμαχον — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc sg ὑπέρμαχος champion neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμάχοις — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμάχου — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen sg ὑπερμάχομαι will fight pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ὑπερμάχομαι will fight imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμάχους — ὑπέρμαχος champion masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμάχων — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερμάχῳ — ὑπέρμαχος champion masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμαχε — ὑπέρμαχος champion masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμαχοι — ὑπέρμαχος champion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)